εύλογος

εύλογος
-η, -ο (ΑΜ εὔλογος, -ον)
1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.)
2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.)
3. ο ορθός, ο σωστός (α. «είναι εύλογο να πας στον γάμο τους» β. «ηύραν εύλογον να στείλουν πρέσβεις», Καισάρ. Δαπ.)
μσν.
1. κανονικός
2. δίκαιος
μσν.-αρχ.
δικαιολογημένος, δίκαιος («ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος», Θουκ.)
αρχ.
1. αρμόδιος, κατάλληλος
2. αξιέπαινος, επαινετός («καὶ κατορθώσασι γὰρ εὔλογόν (ἐστι)» — διότι και αν επιτύχουν, το πράγμα θα είναι αξιέπαινο, Αριστοφ.)
3. ευφραδής, εύγλωττος («οὐκ εὔλογός εἰμι», ΠΔ)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔλογον
το δίκαιο («προσεῑναι... μοι κατὰ δύο ἀνάγκας τὸ εὔλογον», Θουκ.)
5. φρ. α) εὔλογόν ἐστι» — είναι ορθό να
β) «ἐκ τῶν εὐλόγων» — μεταξύ τών πιθανών, κατά πάσα πιθανότητα.
επίρρ...
ευλόγως και εύλογα (ΑΜ εὐλόγως)
κατά εύλογο τρόπο, πιθανώς
μσν.
δικαιολογημένα
μσν.-αρχ.
με περίσκεψη, λογικά («εὐλόγως ξυνήγαγεν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. με ευλογία, με ευχή
2. εντίμως («εὐλόγως τινὰ ἐπιδέξασθαι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λόγος (< λέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὔλογος — reasonable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύλογος — η, ο επίρρ. α ορθός, λογικός, παραδεχτός, κατανοητός, δικαιολογημένος: Εύλογη αγανάχτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐλογώτερον — εὔλογος reasonable masc acc comp sg εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc comp sg εὔλογος reasonable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογώτατα — εὔλογος reasonable adverbial superl εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογώτατον — εὔλογος reasonable masc acc superl sg εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλόγως — εὔλογος reasonable adverbial εὔλογος reasonable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔλογον — εὔλογος reasonable masc/fem acc sg εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογωτάτη — εὔλογος reasonable fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογωτάτην — εὔλογος reasonable fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογωτέροις — εὔλογος reasonable masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”